- μετακομιστικός
- -ή, -ό (Α μετακομιστικός, -ή, -όν [μετακομίζω]αυτός που κάνει μετακόμιση, μεταφορά φορτίουνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μετακομιστικάη δαπάνη που απαιτείται για τη μετακόμιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.